- επίτακτος
- -η, -ο (Α ἐπίτακτος, -ον) [επιτάσσω]νεοελλ.αυτός που έχει επιταχθεί, κατασχεθεί από την πολιτεία σε ώρα επιστρατεύσεως ή άλλης έκτακτης ανάγκης («επίτακτα σπίτια, αυτοκίνητα, πλοία» κ.λπ.)αρχ.1. ο αυστηρά καθορισμένος, επιβεβλημένος, προδιαγεγραμμένος («ἐπιτακτόν... μέτρον», Πίνδ.)2. (για εφεδρικό στρατό) ο τοποθετημένος στα μετόπισθεν («καὶ τούς σκευοφόρους ἐντὸς τούτων τῶν ἐπιτάκτων ἐποιήσαντο», Θουκ.)3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά ἐπίτακταοι διαταγές, οι προσταγές.
Dictionary of Greek. 2013.